- λιπαρίτης
- ο(ορυκτ.) εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που ανήκει στην ομάδα τών ασβεσταλκαλικών ρυολίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liparite < γερμ. liparit < τα νησιά Lipari. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.